ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ
(1991)
ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ, ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΥ
Τώρα, στη βάρκα οπού κι αν μπεις αδεία θα φτάσει
Εγώ αποβλέπω· σ' έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό
Με Κόρες πέτρινες και πού κρατούν λουλούδια. Θα 'ναι νύχτα και
Αύγουστος
Τότε πού
αλλάζουν των
αστερισμών οι
βάρδιες. Και τα
βουνά
ελαφρά
Γιομάτα
σκοτεινόν αέρα
στέκουν λίγο
πιο πάνω άπ' τη
γραμμή του
ορίζοντα
Όσμές εδώ ή
εκεί καμένου
χόρτου. Και μια
λύπη άγνωστης
γενεάς
Πού από ψηλά
κάνει ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη θάλασσα
Λάμπει μέσα μου κείνο πού αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει
"Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ
Κάτι κατάφερα να σου ύποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης
οφθαλμού πού
πρωτο-
Είσέρχεται
στον ερωτά και
τ'άλλο το χρυσό,
πού δπου κι αν
το
τοποθετείς
ίουλίζει.
Τραβάτε τα
κουπιά οί στα
σκληρά
εθισμένοι. Να
με πάτε κεϊ πού
οι άλλοι παν
Δε γίνεται. Δεν
έγεννήθηκα ν'ανήκω
πουθενά
Τιμαριώτης τ'ούρανοϋ
κει πάλι ζητώ ν'αποκατασταθώ
Στά δίκαια μου.
Το λέει κι ό
αέρας
^Από
μικρό το θαύμα
είναι λουλούδι
και άμα
μεγαλώσει
θάνατος
Αχ ομορφιά συ
θα με
παραδώσεις
καθώς ό Ιούδας
Θα 'ναι νύχτα
και Αύγουστος.
Πελώριες άρπες
που και πού
θ' ακούγονται και
Με το λίγο της
ψυχής μου κυανό
ή Όξω Πέτρα μέσ'άπό
τη μαυρίλα
Θ'αρχίσει ν'αναδύεται.
Μικρές θεές,
προαιώνια νέες
Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι άσημ'ι και με πρασινωπά πτερύγια
γύρω μου άδοντας θα συναχτούν
Τότε πού κα'ι
του καθενός τα
βάσανα θα
εξαργυρώνονται
Χρώματα
βότσαλου
πικρού: τόσα
Με περόνες
πόνου όλες σου
ο! αγάπες: τόσα
Του βράχου ή
τύρφη και του
άφραχτου ύ'πνου
σου ή φρικαλέα
ραγισματιά: δυο φορές τόσα
"Ωσπου κάποτε,
ό βυθός μ' δλο
του το πλαγκτόν
κατάφωτο
Θ'αναστραφεί
πάνω από το
κεφάλι μου. Κι
αλλά ως τότε
άνεκμυστήρευτα
Σάν μέσ'άπό τη
σάρκα μου
ιδωμένα θα
φανερωθούν
Ιχθείς του
αιθέρος, αίγες
με το λιγνό
κορμί
κατακυμάτων
κωδωνοκρουσίες του Μυροβλήτη
Ενώ μακριά στο
βάθος θα
γυρίζει ακόμα ή
γη με μια βάρκα
μαύρη
κι άδεια χαμένη
στα πελάγη της.
"Ιδιος ό
βράχος κι δλο
ευσέβεια
Περιπατούν τα
κύματα στα
σκοτεινά. ΟΙ
άσφόδελοι
Και οί
νάρκισσοι κι
εκείνοι
αποκυήματα
Της φαντασίας
των νεκρών παν
κατά νέφη και
ύπνους
Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα
Μυρίζει
ευγένεια ξύλου
παλαιού
Ή ζώου
ταπεινωμένου.
Και βέβαια
Κάπου εδώ
πρέπει να
υπήρξα· τόσο
γρήγορα
Πού ξημερώνει
και σας
ξαναβρίσκω
Βάσανα μου
ίερά
χορταριασμένα
σπίτια
κεραμιδιά μέσα
στα
λεμονόδεντρα
Τόξα, καμάρες
οπού έστάθηκα
κι ανοιχτές
βρύσες
Που ν'άγγιξε
άγγελος; Τί να 'μεινε;
Ποιος τώρα;
Μισοσβησμένος
φτάνω από της
πολιτείας τα
μέρη
"Οπως από της
εκκλησιάς την
πυρκαγιά το
εικόνισμα
Κόκκινα της
φωτιάς και
μαϋρα του
δαιμόνου
Πού μες στη
δρόσο του
πρωιοϋ
σιγά σιγά διαλύονται
Ξέφτιος κι δλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη σ'άγαπώ ευδιάκριτη
επάνω του
Ό τοίχος! Και
της κλίμακας ή
κουπαστή κι
εκείνη
"Αβαφη κι από
τις πολλές
απαλές πού
πέρασαν
παλάμες λεία!
Φορτωμένος
γηρατειά και
νεότητες πάλι
ανεβαίνω
Ξέροντας πού το
παλιό σανίδωμα
θα τρίξει, πότε
Θα με κοιτάξει
από το κάδρο
της ή θεία
Μελισσινή
Και αν αύριο θα
βρέξει
"Ισως κάτι πού
μου ανήκει
ανέκαθεν να
διεκδικώ
Μπορεί και
απλώς μια θέση
μες στα
Ερχόμενα
Πού είναι το Ί'διο·
ένδυμα
καμωμένο από
φωτιά ψυχρή
Πράσινα του
χαλκού και
βυσσινιά βαθιά
της Παναγίας
Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα
Τα Πέραν και τα Μέλλοντα.
"Αγρια μαύρη
θάλασσα
χτυπιέται πάνω
μου
Ή ζωή των άλλων.Ότιδήποτε
μέσα στη νύχτα
ισχυρίζεσαι
Ό Θεός το
μεταβάλλει.
Ελαφρά πάνε τα
σπίτια
Μερικά φτάνουν
κι ως την
προκυμαία μ'αναμμένα
φώτα
Ή ψυχή πηγαίνει
(λένε) των
άποθαμένων
"Α τί να 'σαι πού
σε λεν «ψυχή»
αλλά πού μήτε
αέρας
Έσωσε ύλη να
σου δώσει μήτε
χνούδι ποτέ
Στό πέρασμα να
σου αποσπάσει
Τί βάλσαμο ή τί
δηλητήριο
χύνεις έτσι πού
Σέ καιρούς
παλιούς ή
ευγενική
Διοτίμα
Νοερά
τραγουδώντας
έφτασε να
μεταβάλει
Το νου του
ανθρώπου και
τον ρου στης
Σουαβίας τα
ϋδατα*
"Ωστε κείνοι
πού
αγαπιούνται να
'ναι κι εδώ κι
εκεί
Των δύο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου
Ανύποπτη
μοιάζει να
είναι αν και
δεν είναι
Ή γη. Χορτάτη
από διαμάντια
και άνθρακες
"Ομως ξέρει να
ομιλεί κι από
κει πού ή
αλήθεια
έκβάλλει
Με κρουστά
ύποχθόνια ή
πηγές μεγάλης
καθαρότητας
"Ερχεται να σ'τό
επιβεβαιώσει.
Ποιο; Τί;
Το μόνο πού ισχυρίζεσαι κι ό θεός δεν μεταβάλλει
Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο πού υπάρχει
Παρ' δλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα.
* Επειδή
από τέκνο του
Διός εκείνος
Μες στης "Αρποιας
τις άρπαγες πά).ευε
Κι ευλαβέστατα
υπογραφόταν: 5ί'ακ1αιΐ£ΐ1ί.
Μνήμη Ρή
Δάση της Ρηνανίας πριν καιρό πολύ σταματημένα μέσα μου
Και ξανά τώρα σαν από κέρας κυνηγετικό ερχόμενα
Οίκόσημα και
δέντρα
γενεαλογικά
πού δωδεκαετής
άθελα μου
ανακάλυπτα
Εκ \ν3Γ άετ εκίε είηζίβε τγ&ιιιή
δδίαίιεη μου σένα εννοώ
Σάν να σε βλέπω
ακόμη να
περιδιαβάζεις
κάτω άπ'τίς
δεντροστοιχίες
"Η και καμιά
φορά στο φως με
προσοχή να
υψώνεις
Θραύσμα γαλαζωπό από πέτρωμα πού φαίνονται οί ραβδώσεις του
οπόταν
"Ολες
ίριδωμένες οί
ώρες του έτους
αρχινούν με
βόμβο
Να
στροβιλίζονται
γύρω άπ'τό
κεφάλι σου (Τα
μάτια μου
'Λσταμάτητα
προσηλωμένα
στο φκιτεινό
σημείο του
κέντρου)
"Ετσι πού πάλι
σήμερα να
γίνεται και να 'ναι
Δεκαεννιά Μαρτίου του χίλια επτακόσια ενενήντα επτά
Τόλμημα πρώτο
αυτό. Και
δεύτερο: να σ'
άποκαθηλώσω
από τους
αριθμούς της
νύχτας
9: έφιππος φτάνει εκείνος πού θα κοιμήσει τον άγγελο στο
στήθος σου
10: με χωνάκια
λιλά μυριάδες
το
αναρριχητικό
κατακαλύπτει
πόρτες και παράθυρα
11: βαρύς,
πεσμένος ό
ουρανός πιο
κάτω κι άπ' τις
καπνοδόχους
12: γέρνει από το 'να
μέρος το
κρεβάτι σου
13: κάνει κύμα
τρίτο ή
ειμαρμένη
14: και χωρίς
εσένα,
ύποχθόνια ή
άνοιξη προωθεί
τα καρποφόρα
της
15: πώς
κυνηγιούνται
τα νερά κάτω
από τα χορτάρια!
16: ακου, άκου
ομορφιά! Δες,
δες ακόμα κάτι!
17: μέσ' από της ψυχής σου τη σχισιματιά ωραιότερος δείχνει τώρα
ό τάφος
18: δπου να 'ναι
φτάνει ό πιο
μαύρος δυνατός
αέρας των
μαλλιών
της "Ισιδας
19: τόσο μεγάλος ό
ουρανός και
τόσο ή γης
μικρή για δύο
ανθρώπους
μόνον
Μικρά χρυσά
πετούμενα
μωράκια της
αναπνοής σου
ακόμη
Πάνε κι
έρχονται πάνω
στην πέτρα και
τις νύχτες
παίζουνε
φεγγάρι
Άλλ' εκείνος
πού σαν γλύπτης
ήχων μουσική
από μακρινούς
αστερισμούς συνθέτει
Νύχτα-μέρα
εργάζεται. Και
τί ντο φαιά τί
σολ ιώδη
ανεβαίνουν
Στόν αέρα. Πού
κι οί βράχοι
πιο ιερείς
τέτοιο κλάμα το
εύλαβοΰνται
Και τα δέντρα
πιο πουλιά
συλλαβές
ομορφιάς
ανερμήνευτης
Όμολογοϋνε/Ότι
ό ερωτάς δεν
είναι αυτό πού
ξέρουμε μήτε
αυτό
πού οί μάγοι
διατείνονται
Άλλα ζωή
δεύτερη
άτραυμάτιστη
στον αιώνα
Έαρ έλα. Συνένοχος αφού είσαι. Κοίτα:
Τί βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει
Καί πώς εκείνος την κοιτάζει! Πώς, υστέρα πού έπάλεψε να βγει
Μέσ' από τους
ανθώνες ένα
θάμβος μώβ τους
άναρπάζει λίγο
ψηλότερα άπ'τό
έδαφος
Καταμεσής Μαΐου αυτά θελήσανε οί θεοί
Κι άλλα πού
αγνοώ. Άλλ'αν
ατυχής υπήρξε ή
φορά των
πραγμάτων
Έκτοτε,
μέγιστον ήταν
το μάθημα.
Επειδή
Αφότου
δωδεκαετής
μόλις σας
έγνώρισα για
μένα γίνατε
Δάση της
Ρηνανίας
ποταμοί των
κοιλάδων
άμαξες ιππείς
αυλές
με κρήνες κι
αετώματα
Ή καθημερινή πρώτη σελίδα του μετα-θανάτου.
Μισόβγαινε άπ'τόν ύπνο ή πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στοϋ μικρού παραθύρου σου —πού ακόμη φώταγε— το μαρμαράκι
Ά κει μονάχα να 'ταν
"Ενα κλωνάρι
με δαφνόκουκα
να σου άφηνα
για καλημέρα
Πού τέτοιας
νύχτας την
αγρύπνια
πέρασες. Καί τη
γνωρίζω
Πάνω σ'άσπρα
χαρτιά πιο
δύσβατα κι άπ'τοϋ
Μεσολογγίου
τις πλάκες
Ναί. Γιατί σ' είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ό Θεός
Και τί
μυστήριο να
μιλάς κι οί
φούχτες σου ν'
ανοίγονται
Πού κι ή πέτρα
να ποθεί ναού
νέου να 'ναι το
αγκωνάρι
Καί το κοράλλι
θάμνους λείους
να βγάνει για ν'απομιμηθεί
το στέρνο σου
"Ομορφο
πρόσωπο! Καμένο
στης λαλιάς πού
πρωτάκουσες
την αντηλιά και
ανεξήγητα τώρα
Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή πού ή πρώτη
Σέ μια γη μπλε
της βιολέτας μ'άγριες
χαίτες
τρικυμίας
Όστρακα κι άλλα
του ήλιου
ευρήματα να
γυαλίζει
καταγίνονταν
Ωσάν τα
εκμαγεία του
νου σου να μην
είχαν κιόλας
Φύση βγάνει
περασμένη άπ'δλες
του θυμού των
θεών τις
άστραψιές
Ή για λίγο να
μην είχε από
δική σου χάρη
μέσα μου
Μισάνοιχτο μείνει το Άκοίταχτο!
Άλλ'ό λέων περνάει σαν ήλιος. Οί άνθρωποι μόνο ιππεύουν
Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια
Κείνα πού σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω
άλλ'
Αδύνατον. Πώς
αλλιώς. Πού και
μόνο ή σκέψη
σου γινομένη
από
καιρό ουρανός
Και μόνο ή
σκέψη σου μου 'καψε
δλα τα
χειρόγραφα
Και μια χαρά
πού ή δεύτερη
ψυχή μου
Πήρε
σκοτώνοντας
την πρώτη
κίνησε με τα
κύματα να
φεύγει
Ό άγνωστος πού
υπήρξα πάλι ό
άγνωστος να
γίνω
Φοβερά
μαλώνοντας οι
άνεμοι
Ενώ του ήλιου ή
λόγχη πάνω στο
σφουγγαρισμένο
πάτωμα οπού
Σφάδαζα
μ'αποτελείωνε.
"Αοσμος κι όμως πιάνεται
"Οπως άνθος από τα ρουθούνια
Ό θάνατος. Μεσολαβούνε κτίρια σιωπηλά, τετράγωνα
Με απέραντους διαδρόμους άλλ' επίμονα
Ή οσμή περνά πτυχές από λευκά σεντόνια ή βυσσινιά
Παραπετάσματα σ' δλο του δωματίου το μάκρος
Κάποτε μία
ξαφνική
αντανάκλαση
φωτός
"Υστερα πάλι
μόνον οι τροχοί
από τ' άμαξίδια
Κι ή παλιά λιθογραφία με την εικόνα
Του Ευαγγελισμού όπως φαίνεται μέσ'άπ'τόν καθρέφτη
Όπόταν, με το
χέρι απλωμένο
Εκείνος
Πού δπως
άγγέλλει σιωπά,
όπως μοιράζει
παίρνει
Χλωμός και με
υφός ένοχο (σαν
να μην ήθελε
άλλα πρέπει)
Πιάνει και
σβήνει ένα ένα
τα ερυθρά
Αιμοσφαίρια
μέσα μου."Ιδια
ό νεωκόρος τα
κεριά την ώρα
Πού έχοντας
πάρει τέλος οι
δεήσεις όλες
Υπέρ ευκρασίας
αέρος και του
σύμπαντος
κόσμου ή
Προπαντός, υπέρ
ων έκαστος κατά
διάνοιαν έχει
Το εκκλησίασμα
διαλύεται
Ώ και αν έχω! 'Αλλά πώς με τι
Γίνεται τρόπο
να φανερωθεί το
«μη λεγόμενον»
Πού ενώ με τις
ίριδες και με τ'άνεμοκλείτια
εύλαλοϋν οί
Μάιοι
Και με χλόες
πάν κατεβατές
έως τη θάλασσα
Τη στιγμή πού
κι εκείνη
ψιθυριστά κάτι
άπ'τ'αρχαία της
μυστικά
Όλοένα
εκμυστηρεύεται,
άφωνος μένει ό
άνθρωπος
Ή ψυχή μόνον. Αυτή
Σάν μητέρα
νεοσσών δπου
κίνδυνος κάνει
φτερούγα
Και από τις
καταιγίδες
μέσα λίγα
ψίχουλα
Γαλήνης
υπομονετικά
συνάζει· ώστε
αύριο, μεθαύριο
Κείνα πού κατά
διάνοιαν έχεις
με καινούριο
στιλπνό
πτίλωμα
Στούς αιθέρες ν'ανοιχτούν
κι ας
άνοιγοκλειοΰν
οί θύρες άδικα
Στά ουράνια
κατοικητήρια
Ξέρει ό "Αγγελος. Και δειλά το δάχτυλο αποσύρει
Πού ξανά κυανό το χρυσό γίνεται και μια ευωδιά
Σμύρνας καιούμενης ανεβαίνει ως τον ρόδινο θόλο
Μονομιάς
ανάβουν τα
κεριά σ'δλα τα
μανουάλια
"Υστερα δλοι
ακολουθούν.
Πατημασιές
επάνω στα
βρεμένα φύλλα
Επειδή και οί
άνθρωποι
αγαπούν τους
τάφους και με
ευλάβεια
σωρεύουν
όμορφα
λουλούδια εκεί
"Ομως άπ'αυτούς,
ό θάνατος,
κανένας δεν
γνωρίζει
τίποτε να πει
Μόνον ό
ποιητής. Ό
Ιησούς του
ήλιου. Ό μετά
κάθε Σάββατο
ανατέλλοντας
Αυτός. Ό Είναι, ό ΤΗταν και ό Ερχόμενος.
Περασμένα μεσάνυχτα σ'δλη μου τη ζωή
Σάν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ
Κοιμούνται οί άνθρωποι με τ'ασημένιο πρόσωπο· άγιοι
Πού άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ό αέρας μακριά
Στόν κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος δχι
Και υστέρα;
"Ισα
τερματίζουμε
δλοι στερνά
μένουν
"Ενα σάλιο
πικρό και στο
αξύριστο σου
πρόσωπο
Χαραγμένα
ψηφία ελληνικά
πού το ένα στο
άλλο ν'αρμοστούν
αγωνίζονται
ώστε
Ή λέξη της ζωής
σου ή μία εάν...
Περασμένα μεσάνυχτα σ'δλη μου τη ζωή
Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιάν από
τις πυρκαγιές
Κανείς δεν
ξέρει. Σ' ένα
δωμάτιο
τέσσερα επί
πέντε
ντουμάνιασε
ό καπνός. Προεξέχουν μόνον
Ή κόλλα το
χαρτί και ή
γραφομηχανή
μου. Πλήκτρα
Χτυπά ό Θεός
και αμέτρητα
είναι τα βάσανα
έως το ταβάνι
Κοντά να
ξημερώσει
μια στιγμή
φανερώνονται
οί άχτές με
κάθετα
Πάνω τους τα
βουνά σκούρα
και μώβ.
Αλήθεια θα 'ναι
φαίνεται δτι
Ζω για
τότε πού Οέν θα
υπάρχω
Περασμένα μεσάνυχτα σ'δλη μου τη ζωή
Κοιμούνται οί
άνθρωποι στο 'να
τους πλευρό, τ'άλλο
τους
Ανοιχτό να
βλέπεις πού
ανεβαίνει
κύματα
Κύματα ή ζωή
και να 'ναι
τεντωμένο το
χέρι σου
Σάν του νεκρού
τη στιγμή που
του παίρνεται ή
πρώτη αλήθεια.
Τι, παλαιότερο
άπ'το χρόνο σαν
χρυσού
κοίτασμα
Μες στην ίλύ
του νου σου
πιθανόν έλαμψε
ώστε
"Ασταλτα κι
άπιαστα ορατά
γίνονται τώρα
Και χωρίς έτος
να έχουν
χρώματα ή οσμές
Ή ζωή σου λες
αρχίζει, να:
Σάββατο
Κυριακή
Δευτέρα Τρίτη
Μα γαλάζιο το
πιο
συγκινητικό,
Τετάρτη Πέμπτη
Φτάνει ό ήχος
άπ' τα ζώα πού
πίνουν
προχωρεμένα
μέσα
στο χρυσάφι
Κει βάλλει Μυκηναίος Θεός
Μια πυρκαγιά
ομορφιάς
λευκής υστέρα
πού οί "Ηρωες
έφυγαν
Και οί φθόγγοι
άτεγκτοι
φθάνουν
Σάββατο
Κυριακή
Δευτέρα Τρίτη
Χλωρής της ουράνιας Μέδουσα και Γη
Σάν άτρακτος από άνθη μες στα κύματα
Των μουσικών φωνών ή αγάπη τρέμει
Το ένα ή δύο πού χάνονται κι άπρακτος μένει ό αέρας
Πριν σε κάμινο ϋσγινη ακουσθεί
Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη
Πλην οί
χρησμοί.
Τετάρτη Πέμπτη,
δρουν με ασήμι
της Μαρίας
και όστρακα
Τις νύχτες πού
έχουν το
ελεύθερο οί
αισθήσεις
"Ιδιες νόμοι
του σύμπαντος
πιστεύεις
είναι
Δω ή εκεί το
μεγάλο κεφάλι
του Ιερέα και
υστέρα
Ή καμπάνα της
σελήνης πάνω άπ'
τα
κιγκλιδώματα
"Ομικρον άλφα
κι εψιλον άπ'τα
Παντοτεινά.
"Εντεκα του
Αυγούστου
απόκρημνες κι
άνθρωπος
κανείς
Μήτε και σπίτι.
Μόνο βοές, βοές
και μία
Θάλασσα
πεινασμένη πού
ορμάει να φάει
μαράζι άπ'τα
παλιά
ορυχεία σου
Κείνα των
κίτρινων
καιρών με τον
μεγάλο μαύρο
σκύλο
Γάβ ή αγάπη· γάβ
ή άπάρνηση· γάβ
ή Μαρία και ή
Προσκύνησις
των Μάγων γάβ
δλα σου τα
υπάρχοντα
Γεννηθείς; Εν; "Ετος;
Θρήσκευμα; Κενό.
Ενώ
Κάτω από τα σαν
παλαιά
παλίμψηστα
Κάθετα τείχη
οπού δυό-τρεΐς
ακόμη θυρεοί
διακρίνονται
Περνάν οι Ούγοι
με τις
Άουγκουστίνες
τους και με τα
κυνηγετικά
τους
κουδουνάκια ή
άλλα χωρικών
παιχνίδια
Στόν πλαγίαυλο.
Και στρατός
πολύς υστέρα,
μαύρος
Σειρήνες. Το
νοσοκομειακό.
Και δεξιά στο
βάθος ένα
Μέγα
πετρελαιοφόρο
με δάσος
γερανούς
Πού πλέει κατά
τα δυτικά και
απομακρύνεται
Κάπως έτσι κι
εμείς. Κι άλλοι
επιστρέφουν.
Άλλ'
Οίπ' ενός το
άηχο σώμα με τ'αγγίγματα
δσα
Γνώρισε να
συνωθούνται
μέσα του δεν
φανερώνεται
Μονομιάς να
πέσει
όπως πέφτει το κακό
ή αλήθεια
"Ομως
φαίνεται δτι
σαν
αποσπασμένες
Από κοίλα
παλαιών νεκρών
ακόμη και όταν
Φως φέρνουν, σκοτεινές είναι οι θεότητες
Και ποτέ
κανενός (δπως
των
ερωτευμένων
κάποτε πού
εγγίζονται
τα ματοτσίνορα
Μια στιγμή τους έφάνηκε είδανε την ύφανση του πεπρωμένου)
Δεν έδόθηκε
κάτι να
διακρίνει
Όμορφο κι δλο
ερείπια δπως ό
πρώτος ερωτάς
"Α τι να πεις πού κι έναν μόνον
Αναστεναγμό ν'ανοίξεις θα σε ρίξει χάμου ό άνεμος
Γάβ ή αγάπη· γάβ ό Ιούδας με το φυγαδευμένο βλέμμα του
Γάβ του κόσμου
όλου οι
αποστάσεις και
οι μακρύτατοι
καιροί
Δεν ακούγεται
πια τίποτε.
Κείνο πού 'θελε
ό Θεός
Ή ψυχή μου, ή
προς στιγμήν
αιώνια, το 'νιωσε
Και ξανά βρήκε
το νόημα της
ύλακής του ό
σκύλος
Να τες τώρα πού σιγά σιγά
Επιστρέφουν οί στεριές. Υπόσταση λαβαίνουν οι άνθρωποι
Στήν παλιά του θέση ξαναρχινάει ν'αναβοσβήνει ό φάρος
Και το σπίτι το κόκκινο άργοπορεμένο
Στ'ανοιχτά του κάβου στέκει άρόδο μ'αναμμένα φώτα
Μασουλάνε χόρτο σκοτεινό τα περιβόλια
Και θολή θωρείς μες στους αιθέρες να
Κατεβαίνει μ' ένα δίσκο φρέζιες τρέμουσες
Ή γυναίκα πού τη λεν Γαλήνη.
Αλλάζοντας
πλευρό μέσα
στον ύπνο μου
ήχησαν
"Αξαφνα μου
έφάνηκε,
παράφωνες
Καιρών άλλων σάλπιγγες δπως μέσα στα έργα
Κάποτε του
κινηματογράφου
πού
καλπάζοντας
Ακολουθούν
ιππείς άλλοι με
δόρατα
Κι άλλοι κραδαίνοντας τριγωνικά σημαιάκια
Μες στις ακαθαρσίες
Του
καλοκαιριού τη
λάβρα και τις
καβαλίνες
"Αγγελοι προ
Χριστού
άπιθώνανε
πουλιά στοές
και
φοινικόδεντρα
Πάνω στην άμμο·
ξέροντας πώς
αυτά δλα ένα
όνειρο είναι
Πού θα το δω μια
μέρα
κουρασμένος
και σε άκρα
απόγνωση
"Ομως δεν
είναι πάντα σε
όνειρο πού όλοι
μας γυρεύουμε
Από μια σ' άλλη
γενεά κείνο το
ήλεκτρο
Πού έκανε των ανθρώπων πράους τους δεσμούς
Την άγνωστη φαιά ουσία πού ήξερε
Νόμους διαφανείς να διατυπώνει· ώστε ό ένας του άλλου
Τις κοιλάδες τις μέσα του, εϊτε με νέφη
Καλυμμένες εϊτε σε ήλιο εκτεθειμένες, ασκεπής ν'ατενίζει
Ναί, κανείς δεν ξέρει. Μια υπόθεση δλα καί συγνώμην
Άλλα χρόνους πολλούς μετά πού οί άνθρωποι συνοίκησαν
Είμαστε ακόμη στα δεσμά. Λοξές περνάν οί αχτίδες
Από τα ματόκλαδα κι ίριδα πάνω στ' αρμυρό
Το δάκρυ βγάνουν. Από κει το φως των Μάγων
Κι ή πορεία για κει οπού ή Προσκύνησις άλλο νόημα
Ν' αποκτήσει γίνεται
"Αλλοι ας
ψάχνουνε για
λείψανα κι ας
δοκιμάζουνε
Φτυαριές μέσα
στης Ιστορίας
τα χώματα. Ή
πραγματικότητα
Ωφελεί εάν
έπεται. "Ομως
το πριν, το
είδωλο, μόνον
αυτό
Σημαίνεν πού ό
χρόνος πάνω του
δεν πιάνει
"Α γυναίκες
γλιστερές όπως
το ψάρι και
ασημένιες εάν
Σάς αγαπάν."Εφηβοι
με τα ξανθωπά
μπουκλάκια πού
Δικαιωματικά
τον άλλον
χαροποιείτε.
Δωμάτια σκιερά
Στή θέση οπού
υπήρχανε
παρθένα δάση
Πέτρες και άλλα υλικά
Ή ψυχή γίνεται,
ωσάν άλλος
Ευπαλίνος, μιαν
Επικράτεια
μικρή πέραν του
πόνου να
εδραιώσει
Μικρή δσο κι ή
παλαιά
Κομμαγηνή.
Χαμένη δσο κι
εκείνη
Καί απλησίαστη
Προηγούνται
οί Μονήρεις καί
μαζί τους, πίσω
τους
Αιώνες τώρα για
το Μη Εφικτό
εξορμούν έθνη
φυλές
Μ'αντανάκλαση
μετάλλου στο
τυραγνισμένο
μέτωπο
Πού ό ήλιος την
τρισμεγεθύνει.Ασταμάτητα
τρέχουν
Τρέχουν καί
κατευθείαν στο
θάνατο
εισβάλλουν
Οί ανυπεράσπιστοι
Ξέροντας δτι θα χαθούν αλλά δτι κάπου —
Τότε ακούστηκαν ιππείς."Υστερα σάλπιγγες
Κι όλες μαζί σε μέγα βάθος ήχησαν ήησαν σαν ααν αν αν.
ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΘΑΝΑΤΙΣΜΕΝΟΥ
(ΕΝΥΠΝΙΟΝ)
Όλοένα πιο
σιμά ολοένα πιο
ψηλά
Όλοένα οί άχτές
απομακρύνονται
Βουνά μεγάλα με
βουνά μικρά
στην αγκαλιά
τους
Καί μια παλάμη
λιβαδάκι μια
παλάμη θάλασσα
Στερνές
πουλιών
περιπολίες
ελέγχουν τα
περάσματα
Φωτεινά
φραγκοστάφυλα
καί σκοτεινές
φυκιότρυπες
"Οπου μόλις
άγγιχτος περνώ
αποβάλλοντας έρματα ένα ένα
Κι είναι τόσο ή μουσική αθέατη
Κατασταλαγμένη ευδαιμονία μέσα μου ώστε
Μήτε λύπη καν εϊτε χαρά να δοκιμάζω δεν υπάρχει άλλ'
Ευλογημένος από τα φιλιά πού ακόμη επάνω μου έμειναν
Κι ελαφρύς πιότερο ανεβαίνω
Περιχυμένος κυανό χρυσάφι από τον ρτά Αη^οΐίοο
Κι όπως μέσα
στα σκοτεινά
του αμίλητου
νερού
Περνάει μορφή
να τη συλλάβουν
μόνον
Οί παρθένες πού
μέλλει ν'αγαπήσουν
"Ετσι από μια σ'άλλην
εικόνα γης
μεταμορφωμένης
Να φανεί
γίνεται
Βαθιά μέσα στο
πράσινο του
αιθέρος
Πώς από το πολύ
της πίκρας
έσωσε να βγάλω
ένα χαμόγελο
Κι άπ'τόν
ΐαγουάρο του
ήλιου ένα
πουλάκι
Πού σαν διάκος
άγνωστων
θαλασσινών
τόπων
Λατρείας
νυχτόημερα να
κελαηδεί
Όλοένα πιο σιμά ολοένα πιο ψηλά
Πέρ'άπ'τά πάθη πέρ'άπ'τά λάθη των ανθρώπων
Λίγο ακόμη λίγο ακόμη
Μ'όλους τους ήχους των ερώτων έτοιμους ν'ανακρουστούν
Το ουράνιο αρχιπέλαγος:
Να ή Κιμμώνη! Να το Λιγινό!
Το Τριαινάκι! Ό Άντύπνος! Ό Άλογάρης!
Ή Εύβλωπούσα! Ή Μάισσα!
Θάμβος! Πού ακούω μώβ και γίνονται δλα
Ρόδινα με κατάσαρκα του αιθέρος το ύφασμα
Θροώντας
κλαίω' πού ξανά μου δίνεται
Να πατήσω χώμα
υπέροχο
καστανό
τριγυρισμένο
θάλασσα
"Οπως των
ελαιώνων της
μητέρας μου
καθώς
Το βράδυ πέφτει
και μια μυρωδιά
Χόρτου πού
καίγεται
ανεβαίνει αλλά
Φεύγουν
κρώζοντας με
λίγη
Στό ράμφος τους
στρειδόφλουντζα
οί άγριοι
γλάροι
Στήν κορυφή
του λόφου ό "Αγιος
Συμεών
Λίγο πιο πάνω
οί βάρκες των
νεφών
Και ακόμη πιο
ψηλά ό
Αρχάγγελος με
το βαθύ του
βλέμμα δλο
συχώρεση.
Μετρημένο τόπο έχουν οί άνθρωποι
Και στα πουλιά δοσμένος είναι ό ίδιος άλλ'
Απέραντος!
Απέραντος ό κήπος δπου μόλις άπο-
Χωρισμένος άπ'τόν
(πριν και πάλι
μεταμφιεσμένος
μου αγγιχτεί)
Θάνατο, έπαιζα
και μου έφταναν
εύκολα δλα έως
την άπαλάμη
Ό ιππόκαμπος
κείνος! Και της
φυσαλίδας
τσιούπ το
σπάσιμο!
Του βατόμουρου
το βαποράκι μες
στα βαθιά των
φυλλωμάτων
Ρεύματα! Κι ό
πρωραίος ιστός
δλο σημαίες!
Τί τώρα μου ήρθαν. Άλλα σαν χθες υπήρξα
Κι υστέρα ή μακριά μακριά ζωή των αγνώστων ή άγνωστη
Έστω. Και μόνο
να τα λες ώραϊα
ξοδεύεσαι1
δπως του νεροΰ
ή ροή
Πού ψυχή την
ψυχή δένει τις
αποστάσεις
Κι από 'να σ'
άλλον Γαλαξία
βρίσκεσαι να
σχοινοβατείς
Ενώ κάτω άπ'τά πόδια σου βοούν τα βάραθρα. Κι ή φτάνεις ή δχι
"Αχ αχνά σχεδιασμένες πάνω στα σεντόνια μου πρώτες ορμές.
Θήλεις άγγελοι
Πού από ψηλά
μου ένεύατε
άφοβα να
προχωρώ μες στα
δλα
Μιας πού κι από
το παράθυρο να
πέσω, ή θάλασσα
Πάλι θα μου
κάνει το άλογο
Το πελώριο
καρπούζι δπου
κάποτε ανίδεος
έκατοίκησα
Κι οί μικρές
εκείνες
παρακόρες, το
μαλλί τους λυτό
πού
Με τη νοημοσύνη
ανέμου γνώριζε
να ξετυλίγεται
πάνω από
τις καμινάδες!
Τέτοια του
κίτρινου στα
μπλε αρμοσιά
πού αλήθεια να
σαστίζεις
Και γραφές
πουλιών πού ό
άνεμος τις
μπάζει άπ'τό
παράθυρο
Την ώρα πού
κοιμάσαι και
παρακολουθείς
τα μέλλοντα
Ξέρει ό ήλιος.
Κατεβαίνει
μέσα σου να δει.
Επειδή τ'απέξω
Είναι
καθρέφτης. Μες
στο σώμα ή φύση
κατοικεί κι από
κει
εκδικείται
"Οπως σε μιαν
αγριότητα ιερή
σαν του Λέοντα
ή του Αναχωρητή
Το δικό σου
λουλούδι
φυτρώνει
πού το λένε Σκέψη
("Αλλο αν, και
μελετώντας,
πάλι βγήκα εκεί
Πού το κολύμπι
μ' έβγαζε άπ'
ανέκαθεν)
Μετρημένο
τόπο έχουν οι
σοφοί
Και στα παιδιά
δοσμένος είναι
ό ίδιος άλλ'
Απέραντος!
Απέραντος ό
θάνατος δίχως
μήνες κι αιώνες
Τρόπος κι εκεί
να
ενηλικιωθείς
κανένας· ώστε
Στίς ίδιες
κάμαρες ξανά
στους ίδιους
κήπους θα
γυρνάς
Κρατώντας το
τζιτζίκι πού
είναι ό Δίας
και πάει από 'να
Σ' άλλον
Γαλαξία τα
καλοκαίρια του.
Είμαι άλλης
γλώσσας,
δυστυχώς, καί
Ηλίου του
Κρυπτού ώστε
Οί δχι ενήμεροι
των ουρανίων να
μ'αγνοούν.
Δυσδιάκριτος
Καθώς άγγελος
επί τάφου
σαλπίζω άσπρα
υφάσματα
Πού
χτυπιούνται
στον αέρα και
μετά πάλι
αναδιπλώνονται
Κάτι να δείξουν,
ίσως, τα θηρία
μου τα χωνεμένα
ώσπου τελικά
Να μείνει ένα
θαλασσοπούλι τ'ορφανό
πάνω άπ'τα
κύματα
"Οπως καί
έγινε. "Ομως
χρόνια τώρα
μετέωρος
κουράστηκα
Κι έχω ανάγκη
από γης πού
αυτή μένει
κλειστή καί
κλειδωμένη
Μάνταλα πόρτες
κρυφακούσματα
κουδούνια·
τίποτε.Ά
Πιστευτά
πράγματα
μιλήστε μου!
Κόρες πού
εμφανιστήκατε
κατά
καιρούς
Μέσ'άπ'τό
στήθος μου κι
εσείς παλαιές
αγροικίες
Βρύσες πού λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους
κήπους
Μιλήστε μου! "Εχω
ανάγκη από γης
Πού αυτή μένει
κλειστή καί
κλειδωμένη
"Ετσι κι εγώ, μαθημένος οντάς να σμικρύνω τα ιώτα καί να
μεγεθύνω τα δμικρον
"Ενα ρήμα τώρα
μηχανεύομαι·
όπως ό
διαρρήκτης το
αντικλείδι του
"Ενα ρήμα σε -άγω
ή -άλλω ή -εύω
Κάτι πού να σε
σκοτεινιάζει
από τη μία
πλευρά έωσότου
Ή άλλη σου
φανεΐ.'Ένα ρήμα
μ' ελάχιστα
φωνήεντα όμως
Πολλά σύμφωνα
κατασκουριασμένα
κάπα ή θήτα ή
ταυ
Αγορασμένα σε
συμφερτικές
τιμές από τις
αποθήκες του "Αδη
Επειδή, από
τέτοια μέρη
ευκολότερα
Υπεισέρχεσαι
σαν του Δαρείου
το φάντασμα
ζωντανούς καί
πεθαμένους να
κατατρομάξεις
Εδώ βαρεία
μουσική ας
ακούγεται. Κι
ανάλαφρα τα δρη
ας
Μετατοπίζονται."Ωρα
να δοκιμάσω το
κλειδί. Λέω:
καταρκνθμεύω
Εμφανίζεται
μεταμφιεσμένη
σε άνοιξη μια
παράξενη
αγριότητα
Με παντού
βράχια κοφτά κι
αιχμηρά θάμνα
"Υστερα
πεδιάδες
διάτρητες από
Δίες κι Έρμήδες
Τέλος μια
θάλασσα μουγγή
σαν την Ασία
"Ολο φύκια
σχιστά καί
ματόκλαδα
Κίρκης
"Ωστε λοιπόν, αυτό πού λέγαμε «ουρανός» δεν είναν «αγάπη» δεν
«αιώνιο» δεν.
Δεν
Υπακούουν τα
πράγματα στα
ονόματα τους.
Πλησιέστερα
του
σκοτωμού
Καλλιεργούνται
οι ντάλιες. Κι ό
βραδύς κυνηγός
μ'αιθέριου
θηράματα
Επιστρέφει
κόσμου. Κι
είναι πάντοτε —φευ—
νωρίς.Αχ
Δεν
υποψιαστήκαμε
ποτέ πόσο
ύπονομευμένη
από θεότητα
είναι
Ή γή· τί χρυσός
ρόδου αέναου
της χρειάζεται
ν'αντισταθμίζει
Το κενό πού
αφήνουμε,
όμηροι όλοι
εμείς μιας
άλλης
διάρκειας
Πού ή σκιά του
νου μας
αποκρύπτει. "Ας
είναι
Φίλε συ πού
άκοϋς, άκοΰς
της ευωδιάς των
κίτρων
Τις μακρινές
καμπάνες;
Ξέρεις τις
γωνιές του
κήπου οπού
Εναποθέτει τα
νεογνά του
δειλινός ό
αέρας; "Ονειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα
καλοκαίρι
απέραντο πού να
το τρέχεις
Μη γνωρίζοντας
πια Ερινύες; "Οχι.
Να γιατί
καταρκυθμεύω
Πού οι βαριές
υποχωρούν
αμπάρες
τρίζοντας κι οί
μεγάλες θύρες
ανοίγονται
Στό φως του "Ηλιου
του Κρυπτού μια
στιγμούλα, ή
φύση μας ή
τρίτη
να φανερωθεί
Έχει συνέχεια.
Δε θα την πω.
Κανείς δεν
παίρνει τα
δωρεάν
Στόν κακόν
αγέρα ή πού
χάνεσαι ή πού
επακολουθεί
γαλήνη
Αυτά στη
γλώσσα τη δική
μου. Κι άλλοι
άλλα σ'άλλες.Άλλ'
Ή αλήθεια μόνον
έναντι θανάτου
δίδεται.
Σσσς... πια τίποτε1 τίποτε άσπρο ή λείο πια τίποτε
Μεθυστικό, μελωδικό, τίποτε1 κανένα φωτισμένο από το πίσω μέρος
Νέφος ή συντροφιά του ανθρώπου έστω
Κάτι πένθιμο, λιποθυμιστικό, υστέρα πού ή μέρα των Παθών
Πήρε να γέρνει με το πλάι αργά και να βυθίζεται
Ποια ψυχή να φεύγει και μυρίζει
Τόσο δυνατά ό αέρας κι άλλο δεν αντέχω
Σσσς... μέσα στα
σκοτεινά
κανείς δεν
ξέρει1
παρεχτός
Καταπάνου στις
κροκάλες, άκου,
γδούποι
απόκοσμοι δπως
των
ψαράδων ή
Σωμάτων πού
εισχωρούν το
ένα στο άλλο
ενώ τρέμει όλος
ψυχή
Ό αιθέρας
κι ένα αστέρι αδόκητα βρίσκει το θάρρος με το μέτωπο σου
ν'αγγιχτεί
"Ολος
λάθη φεύγω·
φιλιά πού επάνω
μου έμειναν
Και τί ουραία
στο ύψωμα τα
κυπαρίσσια
Τί ωραία και πάλι ν' αποχτούν αρχίζουν υπόσταση άλλη
Τα ουράνια γεγονότα. Των άστρων τα διατσέντα, οί λύπες, οί ευωδιές
Κι οί άλλες πού απώλεσες παλαιές αισθήσεις επάνω στ'ουρανού
την ύλη
Να τες τώρα πού
διαγράφονται: ό
λίθος και το
μνήμα κι ό
στρατιώτης
Οί λευκές των
γυναικών
καλύπτρες κι ή
μακρά
Συνοδεία των
αδικοχαμένων
Καιροί
που πριν πολύ
από τους
γονιούς μου
Μ "ορφανέψατε
κι άποκούμπι
άλλου δε βρήκα
Σσσς... μα κανείς,
κανείς δεν
ξέρει. Μήτε
αέρας καν
Αν είναι αυτός
πού όταν
στοχάζεσαι,
τρελαίνει.
Πιστευτός
γίνεσαι
από μόνου σου
Επειδή
τα χέρια σου
ήταν μαθημένα
σε
δεντρόκηπους
οπού
Ή θάλασσα
εισχωρεί και
τραβιέται
γεμίζοντας
μικρά
λουλούδια
Φυσάει, φυσάει
και λιγοστεύει
ό κόσμος.
Φυσάει
Φυσάει και
μεγαλώνει ό
άλλος1
ό θάνατος ό
πόντος ό
γλαυκός
κι
ατελεύτητος
Ό θάνατος ό
ήλιος ό χωρίς
βασιλέματα.