Πλησίον μια μικρή βροχή μ' όλους των άκοπων ακόμη
'Οπωροφόρων τους στενούς συγγενείς και τα παιδιά
Μαζί μώβ άνθύλλια όλα στραμμέναΔυτικά της λύπης
Ελεύθερα στο
πλάι μου
τρέχουν τ'αμπέλια
κι αχαλίνωτος
Μένει ό ουρανός.
Πυρκαγιές
ανταλλάσσουνε
τα κουκουνάρια
κι ένας
Όνος φευγάτος
πάει ψηλά τον
ανήφορο
για λίγο σύννεφο
Κάτι πρέπει να
γίνεται του
αγίου
Ηρακλείτου
ανήμερα
Πού μήτε οί
ρίνες
διαγιγνώσκουν
Είναι οί
ζαβολιές του
ανυπόδητου
ανέμου πού
αρπάζεται
άπ'την άκρη
Του νυχτικού
της μοίρας και
πάει να μας
αφήσει στων
αίγάγρων
το ύπαιθρο έκθετους
Στά κρυφά
φεύγω με δλα τα
κλοπιμαία στο
νου μου
Για μιαν άπ'τη ν
αρχή ζωή
άπροσκύνητη.
Χωρίς κεριά
χωρίς
πολυελαίους
Με μόνο μια στη
θέση αδάμαντος
βέρα χρυσή
ανεμώνη
Πασπατευτά πού
πάει; Και
ζητώντας τί; Ό
μισός της
σελήνης μας
ίσκιος
Ανάγκη πάσα να
καθησυχάζεις
είναι ως και τα
μνήματα
Εάν ομοεθνών ή
δχι άδιάφορον.
Το πάν είναι
Ή και από τα
λαγωνικά
χαμένη οσμή της
γης με ρείκια
σφένταμα
και κρόμμυα
Στήν
ιδιωματική ν'
αποκαθίσταται
γλώσσα της
Έ τί! Μια λέξη
άρκεϊ να σε
χωρέσει χωρικέ
του πράσινου
της νύχτας
Έφεσος! Του
πάππου του
θείου και του
φωσφόρου
δέκατη τέταρτη
γενεά
Μέσα σε
περιβόλια του
πορτοκαλιού
χρυσά και της
σμίλης όμορα
λόγια
Τέντες προτού
απλωθούν κι
άλλες μετέωρες
απολεσθέντων
πόλων
Αιφνιδίως οί
τροχασμοί.
Κηρύγματα των
άπ' αντικρύ
κόλπων
θαλάσσης
Δαπέδων
δρέπανα διπλά
για ναό ή για
θέατρο
Νερά χλωρά
λιβαδίσια κι
αλλά σγουρά του
γαρ και του άρα
Ρεούμενα. Εάν
ποτέ κύκλους
από τριφύλλι
και άγρωστιν
Ή σοφία
σχεδίαζε άλλο
θα γινόταν όπως
πριν
Της άκρης του
δαχτύλου σου το
έναποτύπωμα
Γράμματα θα υπάρχουν. Θα διαβάζουν οί άνθρωποι
κι άπ'τήν ουρά
της πάλι
Ή ιστορία θα
πιάνεται. Μόνο
τ' αμπέλια να
καλπάζουν κι
αχαλίνωτος
να 'ναι
Ό ουρανός δπως τον θέλουν τα παιδιά
Με κοκόρους
και με
κουκουνάρια
και με κυανούς
χαρταετούς
σημαίες
Του αγίου
Ηρακλείτου
ανήμερα
παιδός ή βασιληίη.
"Ετοιμη ν'αυτοκτονήσει
λέει ό Βα1ΐ1ιιΐ8 ή
άνθ-
Ρωπότητα· και ν'
ακούσει Μοζ&τΐ
πρόθυμος
κανείς
Ανεβαίνουν και
με βήμα
σημειωτόν
αναπτύσσονται
σε πυκνές
Φάλαγγες οί
παλαιές καί
εντελώς
άχρηστες
ένοπλες
δυνάμεις
"Ας κοπούν
δάφνες δσες
θέλεις το
στεφάνι δε
γίνεται
Ποτέ. Καιρός
είναι της
σφαγής ν'
αλαλάξει ό
κόκορας πριν το
μαχαίρι
Κι ομαδόν
πουλάρια στην
πέτρα τη γυμνή
να χτυπήσουνε
Πέταλο. Ποιος
των πολλών ό
ένας και του
ενός ό κλήρος
τί;
Κάτι ξέρει
αυτός πού
κατοικεί
Ροδαμών καί "Ηβης
γωνία
Είναι της
όσφρησης μας
τον σκύλο πού
εκγυμνάζει ό
Μάιος
Καί στηθάκια
μόλις
δεκατριών ετών
πού έχει το
μέλλον.Όμως
Θέλει μανίκι το
νερό για να σου
το φορέσουν
Κι Ελλήσποντο
να διαπλέεις ως
υπνοβάτης ή ως
Αμφίων
("Αλλοι τ'απρόσιτα
κι άλλοι σε
κολπίσκων
βραχερά
επιδίδονται
Χώρια εκείνοι
πού σε μέγα
μήκος την
ταχύτητα μόνον
επιδιώκουν
"Ομως αυτός πού
είμαι κι εγώ σε
υψωμάτων
απαλών τα
εφηβαία
Συχνάζει καί
την άκρη της
άκρας ακοής με
του Μοζαιΐ
δένει
τα σκιρτήματα
"Ετσι με κάτι
μώβ ή κάτι
κυπαρίσσινο τα
ερχόμενα
Γίνεται να
φθάσουν οπού
μήτε ό Βορράς
του αγγελικού
εντελώς
ευημερεί
Ού'τε κι ό Νότος.)
Με κινύρας ροές
καί κρουστών
βότσαλα
Γίνεται μεσημέρι
"Ωρα της
κρίσεως: Ή του
πλην ό βρόχος ή
Κλαράκι πίπου
κλίμακα του
πρασίνου
ανεβαίνοντας
Δύο καί τρεις
περιστερεωμένες
ρίχνει
προπομπός του
θέρους πνοές
Ό Έρμίσκος κι από αυτά πού πριν ήδη κειμήλια θεωρείς
ΤΗχος φθάνει
του μάκρους του
συριστικού
δπως δταν
Σ' έναν χρόνο
μικρού αγοριού
συμποσούνται
δύο ή τρεις
αιώνες
Σωστά μίλησε
λοιπόν αυτός
πού κατοικεί
Ροδαμών καί "Ηβης
γωνία
Στρίβει κάποτε
καί των εθνών
δπως καί των
ιδιωτών ή μοίρα
Σ'ένός άλλου
γράφεται
πενταγράμμου μ'αστραπές
μιλάει το άωρο
Καί μ'άγράμπελη
προ των φιλιών
το επάνω χείλι
Ακολουθεί ό
ζωγράφος μια
γλυπτή ανεμώνη
της θαλάσσης
καί
πλήθος
τέττιγες.
Κακέκτυπον αν καί έξαργυρώσιμον
Ως νόμισμα
είναι. Πού
παρηχητικά
μέσα στην ξένη
γλώσσα
Μιαν αύριο
δηλώνει εάν δχι
ταύρου ισχυρά
μουκανήματα
Ευρείς
λεωφόρους
διασχίζουν
φευγαλέα οί
ποδηλάτισσες
καί
Πολλές το
μάθημα τους παν
να επαναλάβουν
σ' ένα μικρό
καί για
λαίμαργα
Χείλη ώδεϊον.
Περαστικές
εύδίες έχει
δπως ό νους καί
ή μι-
σοκαλυμμένη κνήμη
Πριν τη
μετάληψη των
εσωρούχων του
άκρου θροΰ
έμνοστη πιο
Γίνεται ή σάρκα
καί γλιστρούν
τα χτενάκια
διαγώνια πάνω
στ'ανέγγιχτα
Ως την
τελευταία
στιγμή
σεντόνια. Μια
πλάνη πού την
πήρε ό ύπνος
Δια παντός και
πλέον δεν ν'
αύτοκατα-
νοηθεϊ γίνεται
Φίλες εσείς
του πιο μικρού
παρεκκλησίου
την επίσκεψη
πουλιών
Γνωρίσατε;
Είναι ροζ κι
έχουν φούλια
στικτά κάτω άπ'
τα πούπουλα
Διαβαστό
χνούδι και
αχνών ακμή πού
με το πέρασμα
του παρασύρει
Του ανοιχτού
δωματίου το
ρεύμα.'Ώ
γλυκείς μικροί
ψιθυρισμοί
Κραυγές
άξαφνες και
πάλι
γαληνεμένοι
αναστεναγμοί
γόοι
Της μιας φοράς
και των πολλών
σφυγμών «αχ»
κερασένια πού
Καταπίνει ό
άνεμος. Κάτι
σαν σκίρτημα
πού πριν το
νιώσεις
Έχει κιόλας στα
δάχτυλα
μοιράσει ρίγος
ίδιο χίλιες
φορές κι ας μην
ποτέ τις
μέτρησες
"Οπως ένα
κλωστήριο μια
πόλις
λειτουργεί πού
οι κάτοικοι της
Με τα δόντια
στην κατάλληλη
στιγμή κόβουν
το νήμα
Σέ μετάξι
περιπατά ή αφή
και σε λευκής
μασχάλης
κορδελίτσα
ό ϊασμος
Και σαν από
μικρό του
θέρους
ποτιστήρι
βρέχει
άνεπαίσθητ'
αγγίγματα
Μια σύντομη
των δέκα
μενεξέδων
διακοπή πού
ισχύει για
πάντοτε
"Οπως ισχύει
σαν κλειδί της
ηδονής και
γίνεται ορός
απαράβατος:
Είναι στα
γόνατα πού
θέλει ό σκύλος
τον αφέντη του
και
Τον
μελισσοκόμο
της ή κορασίς
κηφήνα
Εάν ή ευλάβεια
μ' άλλο επίθετο
είχε βαπτισθεί
και των ναών
οι κώδωνες
τίναζαν
περιστέρες
Θα 'χαν
άπαιχμαλωτισθεΐ
κι άπ'τον κλήρο
τ'αέρος οι
δέσμιοι
άπαχθεΐ
Σ' απαλών
θωπειών δώματα
Να τί ζητούσε ό
Ιωάννης ό
νεότερος μέσα
στοϋ
τετραγώνου του
Τον κύκλο. Να
εισέρχονται
και με
κοθόρνους
κτυπώντας το
δάπεδο
Οί ως Αϊαντες ή
ως Επίσκοποι
μιας μυστικής
χαράς την
ιδιαιτερότητα
διεκδικώντας
Θύσανοι του ασημί πράο του σκοτεινού της χλόης στήθη του
εϋδερμου
Στή δική σας
έχω πόλη ζήσει
κι εγώ
Ζαλιστικά
γλιστρούν και
στροβιλίζονται
πάνω στο όγδοο
χρώμα
Τα ένστικτα
όμοια φύλλα πού
τους
απαγορεύτηκε
το κίτρινο και
Σέ μια ψιλή
βροχή
αλητεύουν
ώσπου στα
σγουρά κι
αρμυρά
Χλωροφύλλη
μυστική χύνουν
από σπουργίτη
έως κρινολανθό
"Ετσι
της αΰριον ή
αύρα πνέει
Το μικρό έαρ
του έαρος δεν
έχει τελειωμό.
Δυνατός Κίσσαβος φυσάει και γεμίζει ώραιοζύνη ό τόπος
Θέση παίρνουν
ό ένας του
άλλου οι λόφοι
άλλ'ό της
θαλάσσης
Ό ισχυρός
άξεγνέθιστο
νεφελάκι
αφήνει πάνω άπ'της
Μύρινας
τα ϋψη
Να μαθαίνουν οι περαστικοί ποιών ή μοίρα σε χρυσό χαράζεται
Και ποιών σε ορείχαλκο. Επειδή τα δύο δύο δεν είναι
Είναι του πόσα
το εν κι είναι
το ποια του
άλλου
"Απεφθο χιόνι
ζητούν οι
κορυφές και
ρυάκι πού
"Εχασε το
μονοπάτι ό
Κένταυρος
Ζωήν ολόκληρη χωράει από νους του ό νους
κι ένα άτίναχτο ακόμη αστροπελέκι
Να 'ναι πού
φύτεψε ό νοτιάς
αλλού τις
καταιγίδες του;
"Η πού του
σίτου του
πλωτού πήραν το
κύμα οί
πεδιάδες;
Πεινάσανε για
νήσο οί
Θεσσαλοί
βαρύθυμοι όπως
πάντοτε. Κεϊθε
Κινήσανε κατά
της Τροίας τα
μέρη· και των
ιππέων του
νεροϋ
οί σκοποί
ευοδώθηκαν
"Εδωσεν
αρραβώνα ή
πρώτη ελιά στη
δεύτερη κι
ανάψανε
τα χτήματα σαν στην ανάσταση
Πράα πρανή κι υστέρα των υδάτων υψη και πάλι
Παίδες των εκκλησιών λιθόκτιστοι πού ακόμη συνεχίζουν το παιχνίδι
Σέ μια γωνίτσα λησμονώντας κάποιο μονύδριο αθέατο
Βρέφος το σε
βυζί βάζουν οί
Γενοβέζες. Κα'ι
με βαρύ
Κόκκινο πάνω σε
ουρανί
περιλαίμιο
προχωρούν
Μ' άσπρα
σαλβάρια οί
ούλεμάδες
Χρόνια πού
μοιάζουν
ατελεύτητα
Κι αν μόλις
χθες
γεννήθηκες
Τόσο πολύ
διαρκεί ό
δούλος δσο πιο
σύντομος ό
αφέντης του
Ωστόσο άπ' έναν
σ' άλλον κύλικα
το άμβροσίοδμο
ύδωρ ρέει
Κι από ένα φως
μοναχικό στους
ουρανούς
καλογεράκι
Θόλος
ανοίγεται
πλατύς για να
χωρέσει το
πολύαστρόν της
Ή άμπελος. Καλά
το 'πανε λοιπόν
της μιας φοράς
οί μάντεις:
Μύρτον
μετέωρον του
πελάγους
δεύτερον κι εσύ
της Αμφιτρίτης
Τέταρτον μ'αδαμάντινα
δόντια
δαγκάσετε!
Στόν αέρα
πιάνεται με το
πατρώνυμο του
το λυθρίνι εάν
δχι
Με τα λίγα
γένια του ό
βυθός
Γέρνουν όπως
βάρκες από μια
μπάντα
Με τις αυλές
και τις
ντουλάπες τους
τα σπίτια και
μια καταγωγική
δύναμις
Απαλείφει
αργά τ'αποτυπώματα
της οσμής πού
αφήσανε
Στά
προπατορικά
ελαιοτριβεία
των σκληρών της
Γέρας χεριών
δάχτυλα
Μιλώ για την
αλήθεια πού
κατεβάζει της
Μύρινας ό αέρας
ως
Της Κρατήγου τα
νερά.
Κοσκινιστά
δισύλλαβα πού ή
τα διαβάζεις ή
Πού εκείνα
φωναχτά σ'
αποστηθίζουν
Φίλη σεμε θαλασ σαπρο τουσε χάσω
"Ενα κλειδί
γυρίζει κι άπ'τις
δύο μεριές ή
πού κλείνεσαι ό
ίδιος
"Η πού σ'όλους
ανοίγεσαι. Μ'ανοιχτά
παράθυρα πανιά
Προς Τροίαν.
Κα'ι σε θραύσμα
Βρισηίδας
βρίσκεται και
σε κοχύλι
Ευρίπου
Εκείνο πού
εννοώ. Θέλει να 'χε
άγριες πείνες
άπνοιας
ό Αύγουστος
Για να ζητάει
μελτέμι· ώστε
στο φρύδι ν'αφήνει
λίγο αλάτι και
Στόν ουρανό ένα
μπλε πού τ'δνομά
του μέσα στα
πολλά τ'άκοϋς
ευώνυμο
Στό βάθος όμως
είναι μπλε
Ίουλίτας
Λες κι
έχει ανάσας
βρέφους
πέρασμα
προπορευτεί
Πού βλέπεις
τόσο καθαρό να
πλησιάζουν άπ'αντίκρυ
τα δρη
Καΐ μια φωνή
παλαιού
περιστεριού να
σχίζει κύμα και
να χάνεται
"Αν είναι άγιον το του αγαθού πάλι άπ'το ν αέρα
Του επιστρέφεται. Τόσο άπ'τα ίδια της παιδιά ή Εύ-
Μορφία πληθαίνει και μεγαλώνει ό άνθρωπος πριν δυο και τρεις
φορές
Τον
παραστήσει ό
ύπνος
Στόν καθρέφτη
του. Δρέποντας
μανταρίνια ή
φιλοσόφων
ρύακες
αν δχι και
Κινούμενη
πολίχνη
μελισσών πάνω
στην ήβη."Ας
είναι
Μαύρον ήλιο
κάνουν τα
σταφύλια και
λευκό πιο το
δέρμα
Ποιος πλην του
θανάτου μας
διεκδικεί;
Ποιος έπ'
αμοιβή πράττει
το άδικο;
Μια συγχορδία ή
ζωή
οπού ένας
τρίτος ήχος
παρεμβάλλεται
Και είναι αυτός
πού λέει στ'αλήθεια
τι πετά ό
φτωχός
Και τί μαζεύει
ό πλούσιος:
χαδούλια γάτας
ευπλεκτα της
λυγαριάς
Άψιθιές με
κάππαρη λέξεις
εξελικτικές με
βραχύ το ένα
φωνήεν
Ασπασμούς άπ'τα
Κύθηρα. "Ετσι
με κάτι τέτοια
πιάνεται
Ό κισσός και
μεγαλώνει το
φεγγάρι να
βλέπουν οί
ερωτευμένοι
Σέ τί μπλε
Ίυυλίτας γίνεται
το
αραχνοΰφαντο
του πεπρωμένου
να διαβάζεις
"Αχ! Δύσεις έχω
δει πολλές κι
αρχαίων διαβεί
θεάτρων τα
Διαζώματα."Ομως
δεν ποτέ
ομορφιά μου
έδανείσθηκεν ό
χρόνος
Και κατά του
μελανού νίκη να
επιτύχει και
αγάπης έκταση
να
επιμηκύνει ώστε
Πιο ευφυής πιο
εΰφωνος να
κελαηδάει ό
μέσα μας
κορυδαλλός
Άπ' τον δικό του
άμβωνα
Σύννεφο
συνοφρυωμένο
πού τ'ανεβάζει
πούπουλο ένα
σκέτο «μη»
Κι υστέρα πάλι
πέφτει και
χορταίνεις
χορταίνεις
χορταίνεις
βροχή
Όμήλικος
γίνεσαι του
ανέγγιχτου
χωρίς να το
γνωρίζεις και
Συνεχίζεις
στοΰ κήπου τ'απατά
να γαργαλιέσαι
με τις
εξαδέλφες σου
Αύριο θα μας
ραντίσει
νυχτολούλουδα
περαστικός
οργανοπαίχτης
Και θα μείνουμε
παρ' δλα αυτά
λιγάκι μη
ευτυχείς
όπως συνήθως
στην αγάπη
"Ομως άπ'τή
μαστίχα του
πηλοΰ της γης
μια γεύση
αιρετική
ανεβαίνει
Μισή από μίσος
κι όνειρο μισή
από νοσταλγία
Εάν
εξακολουθούμε
να 'μαστε
αντιληπτοί ως
άνθρωποι πού
Διαβιούμε κάτω
από θόλους
κατάστικτους
με
σμαραγδίσκων
τρίτωνες
τότε
Ή ώρα θα 'ναι
μισό δεύτερον
λεπτού μετά τη
μεσημβρία
Και ή τελειότης
ή άκρα
συντελεσμένη
σ'έ'ναν κήπο με
υάκινθους
Όπου τους
άφαιρέθηκεν ό
μαρασμός για
πάντα. Κάτι
φαιό
Πού μια σταξιά
μονάχα
λεμονιού
αίθριάζει
οπόταν
Βλέπεις κείνο
πού άπ'τή ν αρχή
εννοούσα με
στοιχεία
καθαρά
Να χαράζεται
πάνω σε μπλε Ίουλίτας.
ΑΠ 3Γθΐιης1 οί
τέσσερις
υστέρα
Οι τρεις οί δύο
κι ό ένας
Γιιηίφιε 1ε
δοΗίαίΓε
Ιχ ιηοπέ α νιε 3 8α
α§3ΓεΙΙε
μπροστά σ' έναν
εξώστη επάνω
στη
Μεσόγειο
Και με μια
κούπα έννοιες
δύσκολες κι
ευγευστες
οοπιε ί Γιοΐιί
Ια ΐΏ3ΐΙίη&
Μετρά κείνο πού
μένει. Το 'ίδιο
πού δεν
βρίσκεται ποτέ
μέσα στο
άθροισμα
Μπορεί μ'
ευθείες να
χαράζεται ό
Μεσημβρινός
άλλ'
Ή αλήθεια
πάντοτε με
τεθλασμένες.
Λιγότερο από
νου και
περισσότερο
από
Χουν είναι ή
δεύτερη και ή
τρίτη μέσα μας
υπόσταση
Φώτα χαρμόσυνα της Νέας Όρλεάνης δλο κρουστά
Και ποικιλόχρωμες φωνές· άλλα της Όδησσοΰ πριν ή μετά πού
ξεκινήσει ό
Πλάνης
Με νέφη πλόιμα
υπερυψωμένα
εύφλεκτα πάνω
στον άκαυστο
ουρανό
Ταράσσεται ό
των ήχων
εΰσκιος φυγάς
και ας
Εξαναγκάζεται
ό Μεσημβρινός
να του υπακούει
Τολύπες
ρόδινες ό
γαλανός καπνός
εξαπολύει
Και συγχέονται
μνήμη και αγαθό
στο ίδιο ύ'ψος
Ά σεις
πετεινάρια της
αφύπνισης μου
και των άσπρων
αιφνιδιασμών
Αγριοπερίστερα.
Όχι εγώ άλλ'
εκείνα πού
αγαπώ με
προχωράνε
από Βενετία
Κόρδοβα σε
Αμμόχωστο
Αλεξάνδρεια
Καιρόν
ΑΠ ονεΓ (Ηε
ννοΓίά
Με ρήματα του
πόντου
άλιευμένα το
καταμεσήμερο
"Ολα περνάνε
μείον το βάρος
της ψυχής. Που
και με τί τρόπο
Τόπο να του
αλλάξεις
γίνεται. Κι
όπως τον
τρυφερό τους
τράχηλο
Ελαφρά μόλις
δαγκάνοντας τα
νεογνά της
ευκίνητη γαλή
Από ένα σ'άλλο σπίτι απάγει· έτσι κι εγώ με τα μωρουδιακά
της λύπης μου σε
Τόπων άγνωστα
μικρά ή μεγάλα
καταφύγια
προστρέχω
Κι
αύτοκυνηγιέμαι
από φοβερές
κραυγές
φονευομένων
κλαγγές
οπλών
Αθέατων άπ'τούς
θνητούς σιγανά
κλάματα κόρης
πού ό κλήρος
δεν της έλαχε ό
επιθυμητός
Σ' όλες τις
γλώσσες το αδύνατον
διαρκεί
\¥ε8ΐ οί κοιτονν
αδιάκοπα
ολοκληρώνεται
δλων των
νοημάτων
Το πλεκτό·
χωρίς ούτε καν
ενός
όνειροκρίτη τα
γραφόμενα
"Ενας να
δύνεται ποτέ ν'αποκρυπτογραφήσει
Ακόμη και στο
φως ακόμη και
στη μέση γη με ή
χωρίς
Βλέφαρο νέφους
δύο ή τρία της
τρικυμίας
κύματα να
εξουσιάσει
"Αξαφνα
ρυτιδώνεται ή
ψυχή όπως όταν
σηκώνεται
πουνέντες
5ί ρίε§α ίΐ Ι&νοΐο
άί πι&ιτηο άζ άπα
ραιΐε. Θα 'ρθουν
και συννεφιές
Περαστικότερες
κι από τις
λύπες ή πού με
πανσελήνου
βέλο
Γίνεται να
κοπούν και
διαλύονται
Σταματημένος
νιώθεις αλλά σε
τρέχει ό δρόμος
σου
Κα'ι προτρέχει
του ώροδείχτη ό
χτύπος της
καρδιάς σου."Ετσι
Φτάνεις Ανί§ηοη
και Νίοε και €αρ-ΡειταΙ
Μεηίοη Εαιΐί;αηηε."Οτι
πιο δυνατόν
Για χάρη σου ν'αφαιρεί
άλλ'ό χρόνος
άθικτος να
μένει
Το ρολόι ό
κηπουρός το
δρέπανο ή
τσουγκράνα το
Ποτιστήρι τ'
άροτρα. Θέλω να
πω τα μυστικά
μιας
πολυεθνικής
απόχης
Φτάνουμε σαν
ατμομηχανή
ολοένα
επιβραδύνοντας
την ορμή
έωσότου
Το μαρμάρινο
τραπέζι
άναρπαγεϊ
ρΐείη άε ιηοίί;
Ιαηοέδ &ιι 1ιαδ&π3
και
Συνεννοηθοΰν
καλύτερα μέσω
του ασχέτου
οί τέσσερις οί τρεις οί δύο ό ένας.
'Απαλές κοιλάδες έχει ό ύπνος ακριβώς όπως
Και ή επάνω ζωή. Μ'εκκλησάκια πού βόσκουν σε χορτάρι εμπρός
αέρα
Πού ολοένα
μηρυκάζουν
ώσπου να γίνουν
ζωγραφιές
Ή μια την άλλη
σβήνοντας σε
πλάγιον ήχο.
Κάποτε
Περιοδεύουν
δύο ή τρία
φεγγάρια.
Γρήγορα όμως
χάνονται
Ή ομορφιά κει
πού άκινήτησε
διαρκεί σαν
άλλο ουράνιο
σώμα
Ή ύλη ηλικία
δεν έχει. Μόνον
ν'αλλάζει ξέρει.
Θες πάρ' την από
την αρχή
Θες άπ'τό τέλος.
Ήρεμα κυλάει
εμπρός ή
επιστροφή κι
εσύ την
παρακολουθείς
δήθεν
αδιάφορος
Τραβάς ωστόσο
το σχοινί σ'δρμο
Μυρτώον έρμο
Δίχως ουτ' ένα
ελαιόδεντρο να
σου απουσιάσει
"Αχ Θάλασσα
πάνω πού ξυπνάς
πώς
ξανακαινουριώνονται
δλα!
Μικροί πώς
χαϊδευτήκαμε
καί παίξαμε
πεντόβολο τα
γονικά μας!
Για δες τί
σηκωμό σηκώνει
μες στ" ατάραχα
ό Σιρόκος ό
δπνιος·
καί πώς στα δύο
τα χωρίζει!
Από τη μια
μεριά ξυπνώ καί
κλαίω για τα
πού μου
έπάρθηκαν
αθύρματα
Καί από την άλλη κοιμούμαι
Τη στιγμή πού ό
Ελευθέριος
φεύγει καί ή
Ιωνία χάνεται
Μόλις πού
διακρίνεται
λοφίσκος μ'απαλά
κοίλα γεμάτος
σγουρά
χλοΐσματα
Κι αντικρύ αντερείσματα σκληρά
Πού να
φυλάγεσαι απ'δλα
τα ενδεχόμενα·
ενώ πρόσφυγες
μέλισσες
Κατά σμήνη
βομβοΰν καί μια
γιαγιά μες στ'αλιεύματα
της
δυστυχίας
βρίσκει
Να βγάλει από
τα λίγα της
χρυσαφικά
παιδιά κι
εγγόνια
Ξεφόρτωτον κι
άπ'τό ένα πλάι
σε κυλάει ό
κίνδυνος καί σ'αγνοεί
Πού συ ό ίδιος
κάποτε θέλησες
να τον
αγνοήσεις
Αυτά βέβαια στα ψέματα του ρούχου πού φοράς δίχως τη φόδρα του
ν' αναποδογυρίσεις
Κει πού
άγγιχτήκανε οι
μουτζοϋρες με
τα χρυσά
νομίσματα
"Οπως τα
βδελυρά με τ'αγια
Παράξενο είναι
Πόσο
ακατανόητα
ζοϋμε άλλ' άπ'
αυτό
κρεμόμαστε
Χλωρό
περιστεράκι
του βασιλικού
φιλί πού σου 'δωσα
επάνω
στο κρεβάτι μου
Και στα γραφτά
μου τρεις και
τέσσερις
ανέμους
ανορθόγραφους
Να ζαλιστούν τα
πέλαγα όμως
Γεμάτο νου κα'ι
γνώση ν'
ακολουθεί το
δρόμο του κάθε
πλεούμενο
Ταλαντεύονται
τα γεγονότα και
στο τέλος
πέφτουν πριν κι
από τους
ανθρώπους
'Αλλά φανό θυέλλης δεν έχει το σκοτάδι
Που 'ναι ή
Μίλητος που
είναι ή
Πέργαμος πού ή 'Αττάλεια
και πού
Ή Κωνσταν
Κωνσταντίνο
ντινοπολίς;
Στούς χίλιους
ύπνους ένας
βγαίνει ό
ξυπνητός αλλά
για πάντοτε.
"Αρτεμις "Αρτεμις
κράτα μου τον
σκύλο της
σελήνης
Δαγκώνει
κυπαρίσσι και
ανησυχούν οί
Αιώνιοι
Κοιμάται πιο
βαθιά κείνος
πού έχει
περιβραχεϊ άπ'
την Ιστορία
Μπρος μ' ένα
σπίρτο ας την
ανάψεις σαν
οινόπνευμα
Ποίηση μόνον
είναι
Κείνο πού
απομένει.
Ποίηση. Δίκαιη
και ουσιαστική
κι ευθεία
"Οπως μπορεί
και να τη
φαντασθήκαν οί
πρωτόπλαστοι
Δίκαιη στα
στυφά του κήπου
και στο ρολόι
αλάθητη.