[ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη] (1911-1996). Μεγάλος Έλληνας ποιητής, βραβευμένος με το βραβείο Νόμπελ (1979).
Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Τελευταίος από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά. Κατάγεται και από τους δυο γονείς του από τη Μυτιλήνη. Σε πολύ μικρή ηλικία εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου μεταφέρθηκε και η έδρα της επιχείρησης σαπωνοποιίας του πατέρα του. Μετά το 1920 η οικογένειά του αντιμετώπισε ορισμένες επιθέσεις για την προσήλωσή της στις βενιζελικές ιδέες. Το 1923 ταξίδεψαν στην Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιητής είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του περνούν στην Κρήτη, στη Μυτιλήνη, στις Σπέτσες. Οι χειμώνες περνούν με αδιάκοπο διάβασμα, καθώς φοιτά πρώτα στο ιδιωτικό σχολείο Μακρή και κατόπιν στο Γ΄ Γυμνάσιο. Από το περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων», όπως ο ίδιος ομολογεί (πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία δίνει ο Ελύτης στο βιβλίο του «Ανοιχτά Χαρτιά», Αστερίας [1974]) πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, αυτός ο θρεμμένος με παγκόσμια έργα του πνεύματος, που ξόδευε όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Περισσότερο όμως από την ποίηση, που η προσπέλασή της μέσα από τα σχολικά αναγνώσματα και τις διδασκαλικές αναλύσεις του φαίνεται δύσκολη και αδιάφορη, του μιλάει η Ελλάδα. Παίρνει μέρος σε ορειβατικές εκδρομές και αντιδρώντας στη διάθεσή του για διάβασμα στρέφεται στον αθλητισμό. Ακόμη και τα βιβλία που αγόραζε, έπρεπε να έχουν σχέση με την ελληνική φύση. Καμπούρογου, Κ.Πασαγιάννης, Στ. Γρανίτσας, μάλιστα κι ένας τρίτομος «Οδηγός της Ελλάδος». Μια ασθένεια όμως τον αναγκάζει να καθηλωθεί στο κρεβάτι με αποκλειστική παρηγοριά τη μελέτη.
Η ποίηση αρχίζει να τον ενδιαφέρει όταν γνωρίζει το έργο του Καβάφη και του Κάλβου και ανανεώνει τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Την ίδια περίπου εποχή (1927) πρωτοδιάβασε ποιήματα δυο μοντέρνων Γάλλων ποιητών, του Paul Eluard και του Perre Jean Jouve, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία, όπως ο ίδιος ομολογεί: «...μ’ ανάγκασαν να προσέξω κι αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησής της, η λυρική ποίηση» («Ανοιχτά Χαρτιά»). Στρέφεται στον υπερρεαλισμό, στη μαγεία της αστραφτερής, νεόκοπης, ζωντανής και παράδοξης νέας ποιητικής έμπνευσης που μεταχειρίστηκε τις λέξεις δημιουργικά για να δώσει μια καινούργια γλωσσική αντίληψη, έναν κόσμο που κινείται ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, την αλήθεια και την φαντασία.
Ά ρχισε τότε τις πρώτες ουσιαστικές προσπάθειες στην τέχνη. Το 1930 γράφεται στη Νομική Σχολή, ενώ παράλληλα μελετά σύγχρονη ελληνική ποίηση: του Καίσαρος Εμμανουήλ τον «Παράφωνο αυλό», του Θεοδώρου Ντόρου «Στου γλυτωμού το χάζι» (1930), του Γιώργου Σεφέρη τη «Στροφή» (1931) και του Νικήτα Ράντου τα «Ποιήματα» (1933). Με ενθουσιασμό, σωστό πάθος, συνεχίζει τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα: «Πιονιέροι αληθινοί, μέρες και μέρες προχωρούσαμε νηστικοί και αξύριστοι, πιασμένοι από το αμάξωμα μιας ετοιμοθάνατης Σεβρολέτ, ανεβοκατεβαίνοντας αμμολόφους, διασχίζοντας λιμνοθάλασσες, μέσα σε σύννεφα σκόνης ή κάτω από ανελέητες νεροποντές, καβαλικεύαμε ολοένα όλα τα εμπόδια και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με μιαν αχορταγιά που μονάχα τα είκοσί μας χρόνια και η αγάπη μας γι αυτή τη μικρή γη που ανακαλύπταμε, μπορούσαν να δικαιολογήσουν» («Ανοιχτά Χαρτιά») .
Το 1934 είναι μέλος της «Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας του πανεπιστημίου Αθηνών» που διοργάνωνε συζητήσεις πάνω σε θέματα κυρίως φιλοσοφικά, με τη συμμετοχή των Κ.Τσάτσου, Π.Κανελλόπουλου, του Ι. Θεοδωρακόπουλου και του Ι.Συκουτρή. Τότε γνωρίζεται με το Ι. Σαραντάρη (1908-1941), τον ευαίσθητο ποιητή που ήρθε από την Ιταλία για να ζήσει τα τελευταία χρόνια της νιότης και της δημιουργίας του στην αγαπημένη του πατρίδα και τελικά να πεθάνει σ’ αυτήν στον πόλεμο του ’40. Ο Σαραντάρης τον ενθαρρύνει στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ο Ελύτης ταλαντεύεται αν πρέπει να δημοσιεύσει τα έργα του και τον γνωρίζει στον κύκλο των «Νέων Γραμμάτων» (1935-40, 1944). Το περιοδικό αυτό, που διευθυντής του ήταν ο Αντρέας Καραντώνης και συνεργάστηκαν στις σελίδες του παλιοί και νεότεροι αξιόλογοι Έλληνες λογοτέχνες (Γ.Σεφέρης, Γ.Θεοτοκάς, Άγγ. Τερζάκης, Κ.Πολίτης, Άγγ. Σικελιανός κ.ά.), έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους. Έγινε το πνευματικό όργανο της γενιάς του ’30 που φιλοξένησε στις στήλες του όλα τα νεoτεριστικά στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών.
Όπως ο Ελύτης αναγνωρίζει, το 1935 στάθηκε μια ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική πορεία του. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησαν τα «Νέα Γράμματα». Το Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που χαρακτηριστικά τον ονομάζει: «...ο μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα. Το έργο του, κάθε του καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, μια δωρεά που αν δεν την κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι αποκλειστικά και μόνον από δική τους αναξιότητα» («Ανοιχτά Χαρτιά»). Τον ίδιο μήνα ο Εμπειρίκος έδωσε διάλεξη με θέμα: «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική σχολή», που αποτέλεσε και την πρώτη επίσημη παρουσίαση του υπερρεαλισμού στο ελληνικό κοινό. Μια φιλία με μεγάλη αντοχή και διάρκεια, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια, έδεσε τους δυο άντρες. Ο Εμπειρίκος είχε ήδη βρει το δρόμο του και τον ακολουθούσε ανυποχώρητα.
Το Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, εκτός από το «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή του Εμπειρίκου «Υψικάμινος» με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική. Ο Ελύτης, δέκα χρόνια νεότερος, είδε ν’ ανοίγεται μπροστά του διάπλατη μια πόρτα σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα, όπου μπορούσε με τα δικά του εφόδια να θεμελιώσει το ποιητικό του οικοδόμημα. Το Πάσχα οι δυο φίλοι πήγαν στη Λέσβο, όπου με τη συμπαράσταση των Μυτιληνιών ζωγράφων Ορέστη Κανέλλη και Τάκη Ελευθεριάδη ανακαλύπτουν την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, που είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν.
Τ ο Νοέμβριο στο 11ο τεύχος των «Νέων Γραμμάτων» δημοσιεύτηκαν τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη, που έτσι πρωτοεμφανίστηκε στον κόσμο των γραμμάτων, καθιερώνοντας ταυτόχρονα και το ψευδώνυμό του ως αποκλειστική γραφή του έργου του. Το 1936 η ομάδα των νέων λογοτεχνών γίνεται πιο στέρεη και μεγαλύτερη. Ο Ελύτης γνωρίζει τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τύπωσε την υπερρεαλιστική «Αμοργό». Μεταφράζει ποιήματα του Paul Eluard για τα «Νέα Γράμματα» και στο προλογικό του άρθρο παρουσιάζει το δημιουργό τους ως τον ποιητή που: «Ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας» («Paul Eluard», «Τα Νέα Γράμματα» , ).
Τότε, οργανώθηκε και η «Α΄ Διεθνής Υπερρεαλιστική Έκθεση των Αθηνών», όπου ο Ελύτης παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με την τεχνική της χαρτοκολλητικής (collage). Η νέα ποιητική σχολή αρχίζει να επιβάλλει την παρουσία της στην Ελλάδα, οι αντιπρόσωποί της πληθαίνουν, αλλά μαζί αυξάνονται και οι επικριτές της. Το 1937 εγκαταλείποντας οριστικά τις νομικές σπουδές του, ενώ η λογοτεχνική του συντροφιά σκορπίζεται, ο Ελύτης κατατάσσεται στο στρατό και πηγαίνει ως το 1938 στην Κέρκυρα, στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών. Την ίδια εποχή αλληλογραφεί με το Νίκο Γκάτσο και το Γιώργο Σεφέρη που βρίσκονται στην Κορυτσά.
Το 1939, μετά από σκόρπιες δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Προσανατολισμοί». Αν η «Στροφή» του Σεφέρη λίγα χρόνια νωρίτερα έφερε την ποίησή μας στο μονοπάτι μιας ουσιαστικής αλλαγής, από την άλλη σκοπιά ο Ελύτης προσανατολίζει τους νεότερους -όντας ο ίδιος πια βέβαιος για την πορεία του- στη χάραξη ενός καινούργιου δρόμου. Οι μεταφράσεις που πλήθυναν στα χρόνια αυτά έχουν φέρει σε επαφή το ελληνικό πνεύμα με τις σύγχρονες δυτικές αναζητήσεις και η κριτική αρχίζει να αποδέχεται τη νέα ποίηση.
Με την έναρξη του πολέμου ο Ελύτης, ανθυπολοχαγός στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού, βρίσκεται στο μέτωπο, στην Αλβανία. Κινδυνεύει να πεθάνει από προσβολή κοιλιακού τύφου. Στη διάρκεια της κατοχής γίνεται ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά». Εκεί την Άνοιξη του 1942 ανακοινώνει το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Α.Κάλβου». Στην Αθήνα εξακολουθούν πάντα οι λογοτεχνικές συζητήσεις και συνεχίζονται οι εκδόσεις των βιβλίων σε μιαν απεγνωσμένη προσπάθεια των δημιουργών να ξεφύγουν με τη φαντασία τους μακριά από την εξοντωτική ατμόσφαιρα της κατακτημένης Ελλάδας και να βοηθήσουν τον κόσμο να ξεχάσει έστω και για λίγο τη φρίκη του πολέμου.
Το 1943 κυκλοφόρησε «Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα «Νέα Γράμματα» που ξανακυκλοφόρησαν το 1944, δημοσιεύει το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 συνεργάζεται με το περιοδικό «Τετράδιο» μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο «Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Ο πόλεμος του ’40 του έδωσε την έμπνευση και για άλλα έργα, την «Καλωσύνη στις Λυκοποριές», την «Αλβανιάδα» και την ανολοκλήρωτη «Βαρβαρία». Το 1945 διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Ακόμη συνεργάστηκε με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», την «Ελευθερία» και την «Καθημερινή», όπου κράτησε ως το 1948 μια στήλη τεχνοκριτικής.
Το 1948 ταξιδεύει στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόνη. Περιγράφοντας τις εντυπώσεις του από την παραμονή του στη Γαλλία, σχολιάζει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του με τούτα τα λόγια: «Ένα ταξίδι που θα μ’ έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να λογαριάζω ότι θα μ’ έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές,στα καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de l’Odώon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St.Germain des Prώs» («Ανοιχτά Χαρτιά») Γνωρίζεται με με τους A.Breton, P.Eluard, P. Reverdy, A. Camus, T. Tzara, P.J.Jouve, G. Unga-retti, R. Char.
Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού E.Teriade, που πρώτος έχει προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συναντά τους μεγάλους ζωγράφους Matisse, Shagal, Giacometti, de Cirico και Picasso, για του οποίου το έργο θα γράψει αργότερα άρθρα και θ’ αφιερώσει στην τέχνη του το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό». Πριν επιστρέψει στην Ελλάδα (τέλη του 1951), ταξιδεύει στην Ισπανία και στην Ιταλία, ενώ στη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία (τέλη του 1950 - Μάιος του 1951) συνεργάζεται με το Β.Β.C. και αρχίζει τη σύνθεση του «Άξιον Εστί». Το 1949 μετέχει στην ίδρυση της Association Internationale des Critiques d’ Art, ενώ το 1952 γίνεται μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα», που κάθε χρόνο απονέμει βραβεία λογοτεχνίας. Το 1953 αναλαμβάνει και πάλι για ένα χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ. Το 1954 γίνεται μέλος της «Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού» στη Βενετία, ενώ την επόμενη χρονιά συμμετέχει στο Διοικητικό Συμβούλιο του θεάτρου Τέχνης και του Ελληνικού Χοροδράματος.
Το 1959 μετά από αρκετά χρόνια ποιητικής σιωπής τυπώνει το «Άξιον Εστί», που τον άλλο χρόνο του δίνει το Α΄ Κρατικό βραβείο Ποίησης, ενώ τότε εκδίδει και τις «Έξη και Μία Τύψεις για τον Ουρανό». Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέπτεται τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1962 μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη πηγαίνει στη Ρωσία, ενώ το 1965 μεταβαίνει στην Βουλγαρία με πρόσκληση της «Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων». Τέλος του απονέμεται το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος, ενώ γίνεται μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου. Ταξιδεύει στη Γαλλία (1966) και την Αίγυπτο (1967) και ασχολείται με τη ζωγραφική και με μεταφράσεις, ως την άνοιξη του 1969 που ξαναγυρίζει στο Παρίσι. Το 1970 μένει για ένα διάστημα στην Κύπρο, ενώ το 1971 επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου μετά τη Μεταπολίτευση διορίζεται Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΙΡΤ και μέλος για δεύτερη φορά του Δ.Σ. του Εθνικού Θεάτρου. Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο και το 1977 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πέθανε στην Αθήνα, το Μάρτιο του 1996.