Aσμα ηρωικό και πένθιμο
για τον χαμένο ανθυπολοχαγό 
της Αλβανίας: 

            (1945)

                              1

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,
που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός,
καθώς εχιόνιζε απ' το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας,
κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες, 

εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου
και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό,
που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε
μα όλος ο κόπος τ' ουρανού, 
όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα
πρωί στα πόδια του βουνού,

τώρα, σαν από στεναγμό θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει,

τώρα, η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκκαλιάρικα,
πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της,
μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν
από λιμό χαράς κοίτουνται τα τραγούδια
βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά
κόβουνε σιωπιλοί της ερημιάς τον άρτο.

Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό 
θ' ανάψει. Αγριέυει η τρίχα του αλογόβουνου,
τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψύχες τ' ουρανού. 



                             

Τώρα μες τα θολά νερά ένας ίσκιος νευριάζει.

O άνεμος αρπαγμένος απ τις φυλλωσιές
κάνει εμετό στη σκόνη του,
τα φρούτα φτύνουν το κουκκούτσι τους,
η γή κρύβει τις πέτρες της,
ο φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας
την ώρα που μες από τα ουράνια θάμνα
το ούρλιασμα της συννεφολύκαινας
σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας.
Κ' ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο,
κ' ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες,
κ' ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν' αντιχαιρετίσουνε: -φωτιά ή μαχαίρι!
Γι' αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν
κακό θ' ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός,
μόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες! 




                             

Γι' αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή,
λυώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης
-ο θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο!

Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλλα στον αέρα,
καθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας άντικρυ
στο θάνατο - κ' η μοίρα ό τι θέλει ας πεί.

Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κ' ηύρε το θάρρος,
καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο,
-κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι κέρωσαν!

Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας!
Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες!
(Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά...)

Στο χώμα μόνο μια στιγμή κουνήθηκαν οι ρίζες,
ύστερα σκόρπισε ο καπνός κ' η μέρα πήε δειλά
να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια.

Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά
-μολις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος,
κ' ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλομά του νύχια! 




                             

Τώρα κοίτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη,
μ' ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά,
μ' ένα κλαδάκι λησμονιάς στ' αριστερό του αφτί,
μοιάζει μπαξές που τούφυγαν άξαφνα τα πουλιά,
μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά,
μοιάζει ρολόι αγγέλου που σταμάτησε
μόλις είπανε "γεια παιδιά!" τα ματοτσίνορα 
κ η απορία μαρμάρωσε...

Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη...
Αιώνες μαύροι γύρω του 
αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή 
κ οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες 
ακούν με προσοχή,
όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε,
όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή
-όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ' τα πέντε κέδρα,
χωρίς άλλα κεριά,
κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη...
άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα,
στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο,
κι ανάμεσα απ τα φρύδια
μικρό πικρό πηγάδι - δακτυλιά της μοίρας,
μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο,
πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση!

Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από πού του-
από που του φυγε η ζωή. Μην πείτε πως -
μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου!

Eτσι λοιπόν η μια στιγμή, έτσι λοιπόν η μια-
έτσι λοιπόν η μια στιγμή, παράτησε την άλλη,
κι ο ήλιος ο παντοτεινός έτσι με μιας τον κόσμο! 




                             

Ήλιε, δεν ήσουν ο παντοτεινός;
Πουλί, δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει; 
Λάμψη, δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου; 
Κ' εσύ, περβόλι, ωδείο των λουλουδιών,
κι' εσύ, ρίζα σγουρή, φλογέρα της μαγνόλιας! 

Eτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο 
και το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα
κ' ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι
και τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν,
γιατί; ρωτάει ο αιτός, πού 'ναι το παλικάρι;
Κι' όλα τ' αητόπουλα απορούν: πού 'ναι το παλικάρι!
Γιατί; ρωτάει, στενάζοντας η μάνα, πού 'ναι ο γιος μου;
Κι όλες οι μάνες απορούν: πού νά 'ναι το παιδί!
Γιατί; ρωτάει ο σύντροφος, πού νά 'ναι ο αδερφός μου;
Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν: πού νά 'ναι ο πιο μικρός!
Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός.
πιάνουν το χέρι, και παγώνει,
πάν να δαγκάσουνε ψωμί, κ' εκείνο στάζει αίμα,
κοιτούν μακριά τον ουρανό κ' εκείνος μελανιάζει
-γιατί; γιατί; γιατί; γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος;
γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί;
γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!.. 




                             

Ηταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε
σκύψανε τα βουνά της θράκης να φανεί
στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε,
σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε
μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του,
βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά
και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα.
Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι,
καβάλλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν,
ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί
ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες
κ' ήρθαν από της γης τα πέρατα
οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια
εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά,
εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε!

Hταν γερό παιδί,
τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα
λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων,
ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του
που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης,
πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νίφες λεύκες
ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το φως μες στα μαλλιά του,
η αυγή, που μ' ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε
στη σέλλα δυό μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο,
να βάφει τα λουλούδια
ή, πάλι, με στοργή να σιγονανουρίζει
τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν...
Α! τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του!
Τι χάρτης περιφάνιας το γυμνό του στήθος,
όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!...

Hταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του,
με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά,
και με το κράνος του -γιαλιστερό σημάδι
(φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό
που δεν γνώρισε κακό ποτέ του)
με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά
και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.
-Φωτιά στην άνομη, φωτιά!
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε, ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής,
και το στώμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο,
και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας.
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
-δεν έκλαψαν.
Γιατί να κλάψουν;
Hταν γενναίο παιδί! 




                             

Τ α δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει.
Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος
-τίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά
γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες, βουϊζοντας,
απ' τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει...
Δεν κλαίει πια ούτ' η λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε
γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού
-δεν κλαίει. Μοναχ' από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια
πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού
μήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες
και κρύψουν τις ακτίδες τους
και σταματήσουν
εκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί!...

Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος,
σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά,
σκυφτή πίσω από μήνες-σύννεφα αφουκράζεται,
τί νάναι που αφουκράζεται - σύννεφα, μήνες μακριά; 

Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους-αχ αφήστε την!
μισή κερί μιση φωτιά μια μάνα κλαίει-αφήστε την!-
στις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει-αφήστε την!
Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός
κ' οι μάνες είναι για να κλαίν, οι άντρες για να παλεύουν,
τα περιβόλια για ν' ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι,
το αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά,
κ' η λευτεριά για ν' αστραφτογεννιέται αδιάκοπα! 




                             

Π έστε λοιπόν στον ήλιο νάβρει ένα καινούριο δρόμο,
τώρα πια που η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη,
αν θέλει να μη χάσει από την περιφάνια του!
ή, τότε, πάλι, με χώμα και νερό,
ας γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα!
Πέστε στον ήλιο νάβρει ένα καινούριο δρόμο
-μην καταπροσωπίσει πια ούτε μια μαργαρίτα!
Στη μαργαρίτα πέστε νάβγει μ' άλλη παρθενιά!

μη λερωθεί από δάκτυλα που δεν της πάνε! 

Χωρίστε από τα δάχτυλα τ' αγριοπερίστερα
και μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού,
καθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ' αδειανό κοχύλι,
μη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς,
μον' φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς
τις ροδωνιές όπου η ψυχή ανάδευε,
τις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε.
Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα
που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι
στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον' οι χρυσόμυγες
και παν με βιάση τα πουλιά ν' ακούσουνε απ' τα δέντρα
ποιού σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο! 




                             



Φ έρτε κανούρια χέρια, τι τώρα ποιός θα πάει
ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων!
Φέρτε καινούρια πόδια, τι τώρα ποιός θα μπει
στον πεντοζάλι πρώτος των αγγέλων!
Kαινούρια μάτια -θε μου!-, τι τώρα πού θα παν
να σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης!
Αίμα καινούριο, τι με ποιο χαράς χαίρε θ' ανάψουν!
Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκο κι αμάραντο,
τι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει "γεια σας παιδιά!" 

Mέρα, ποιος θ' αψηφίσει τα ροδακινόφυλλα;
νύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά;
Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντίλια μες στους κάμπους,
ή θ' αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ' τον ήλιο,
για να ντυθεί τις θύελλες καβάλλα σ' άστρωτο άλογο
και να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων;
Ποιος θ' ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι
για ν' ασπαστεί τα βάτσαλα,
και ποιος θα κοιμηθεί
για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου
νάβρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια,
αίμα και λαλιά,
να ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια
και να ριχτεί-αχ τούτη τη φορά!-
και να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του! 




                              10 

Η λιος, φωνί χαλκού, κι άγιο μελτέμι
πάνω στα στήθη του ώμοναν: "Ζωή, να σε χαρώ!"
Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε,
μόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο
κι ασήμι από δροσιά, μόνον εκεί ο σταυρός
άστραφτε καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη.
Κ' η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε
να πει μες απ' τα μάτια του και τις σημαίες τους: "Ζω!" 

Γεια σου μορέ ποτάμι όπουβλεπες χαράματα,
παρόμιο τέκνο θεού, μ' ένα κλωνί ρογδιάς
στα δόντια να ευωδιάζεται από τα νερά σου!
Γεια σου και συ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες
κάθε πούθελε πάρει Αντρούτσος τα ονειρά του!
Και συ βρυσούλα του μεσημεριού, που έφτανες ως τα πόδια του,
και συ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του,
που ήσουν το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του,
γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει
αγάπη ανθρώπου, ανάβοντας
αστρον από άστρο, τα κρυφά στερεώματα,
θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ,
για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση.
με λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών. 

Kι όπου κακό κρυφό, να το παιδεύει,
κι όπου κακό κρυφό, να το παιδεύει ανάβοντας! 




                              11 

Κ είνοι που πράξαν το κακό - γιατί τους είχε πάρει
τα μάτια η θλίψη - πήγαιναν τρικλίζοντας,
γιατί τους είχε πάρει,
τη θλίψη ο τρόμος, χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο...
Πίσω! και πιαχωρίς φτερά στο μέτωπο.
Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια,
χωρίς τέρατα σίδερα και κουτουλιές φωτιάς!
Eκεί που γδύν' η θάλασσα τ΄αμπέλια και τα ηφαίστεια
στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι,
στα βράχια της πατρίδας πάλι και με το μαντολίνο Ζάλογγο!
Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα
μυρίζοντας τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά
όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας! 

Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο.
Ζωή δεν είχαν πίσω τους, μ' έλατα και με κρύα νερά,
μ' αρνί, κρασί και ντουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο,
παπού δεν είχαν από δρυ κι από οργισμένο άνεμο,
στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα
με πικραμένα μάτια.
Τους πήρε μαύρο σύγνεφο - δεν είχαν πίσω τους αυτοί
θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή,
μάνα που νάχει σφάξει με τα χέρια της,
ή μάνα μάνας που με βυζί γυμνό
χορεύοντας νάχει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου! 

Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο,
μα κείνος που τ' αντίκρυσε στους δρόμους τ' ουρανού
ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος... 




                              12 

Μ ε βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος... 

Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε
και του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα,
Γέρνουν και κατ' αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα,
με τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους,
με τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι τού ήλιου.
Θαύμα - τι θαύμα χαμηλά στη γη!
Ασπρες φυλές μ' ένα γαλάζιο υννί χαράζουνε τους κάμπους,
στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές
και πιο βαθια τ' απρόσιτα όνειρα των βουνών της ʼνοιξης! 

Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος,
τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του,
φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός,
και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων!..
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζονται τα ζώα,
γρυλλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε.
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
γίγας που κανακεύει τα παιδιά του! 

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο:
Αύριο, αύριο, λένε, το Πάσχα τ' ουρανού! 




                              13 

Μ ακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο... 

Λένε γι' αυτόν που κάηκε μες στη ζωή
όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα,
για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια
ενώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη,
για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κ' εσβήστη,
τότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας
και πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!
Λένε γι' αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει,
για τον βαθύ καημό του έρωτα της ζωής
που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας
και κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μίλου τα δοκάρια,
για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική
στο παραθύρι ορθές, σφίγγοντας το μαντίλι τους
-κ' έπνιγ' η βαρυσυννεφιά τα βουρκωμένα στήθη-,
για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά
προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου.
Ύστερα, δυνατά πέταλα έξω απ' το κατώφλι,
λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του,
για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή
τόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της! 




                              14 

Τ ώρα χτυπάει πιο γλήγορα τ' όνειρο μες στο αίμα
-του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημάινει:

Ελευθερία.
Εληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο:
Ελευθερία
-για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος.
Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στά νερά,
καράβια μ' ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες,
τα πιο αθόα κορίτσια 
τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών
κ' η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη:
Παιδιά! Δεν είναι άλλη γη ωραιότερη!...

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει!
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
ολοένα εκείνος ανεβαίνει...
Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι, που ήταν μια φορά
χαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά,
γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται!
Πουλιά τον χαιρετούν - του φαίνονται αδερφάκια του!
Ανθρωποι τον φωνάζουν - του φαίνονται συντρόφοι του.
"Πουλιά, καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!"
"Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!" 

Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γιαλίζει στα μαλλιά του...
Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο:
Αύριο, αύριο, αύριο, το Πάσχα του Θεού!